- συμπρωταγωνιστώ
- συμπρωταγωνιστώ, συμπρωταγωνίστησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συμπρωταγωνιστώ — έω, Ν [συμπρωταγωνιστής] πρωταγωνιστώ μαζί με άλλον σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο … Dictionary of Greek
συμπρωταγωνιστώ — συμπρωταγωνίστησα, είμαι μαζί με άλλον πρωταγωνιστής: Στο έργο αυτό συμπρωταγωνιστούν δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)